Τόσο μακριά, τόσο κοντά…

17 hours ago 4

Πέμπτη, 18 Ιουλίου 1974. Δύο εικοσιτετράωρα πριν από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και μόλις τρία μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα με το οποίο η χούντα Ιωαννίδη είχε ανατρέψει (κι επιχείρησε να δολοφονήσει) τον πρόεδρο της χώρας, αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ανοίγοντας την πόρτα στον «Αττίλα». Στην Αθήνα το υπουργικό συμβούλιο συνεδριάζει από το πρωί, «κατόπιν προσκλήσεως του Πρωθυπουργού και Προέδρου αυτού κ. Αδαμαντίου Ανδρουτσοπούλου», με κύριο θέμα της ημερήσιας διάταξης αυτό που το καθεστώς θεωρούσε όλους τους προηγούμενους μήνες ως μια από τις πιο κρίσιμες προτεραιότητές του: τη δομική αναδιάρθρωση και καθυπόταξη των ελληνικών ΑΕΙ, προκειμένου ν’ αποτραπεί επανάληψη της πρόσφατης εξέγερσης του Πολυτεχνείου.

Παραξενεύεται βέβαια κανείς από μια τέτοια εστίαση στο εσωτερικό μέτωπο των πανεπιστημίων, την ώρα που φλεγόταν κυριολεκτικά το τότε μείζον «εθνικό μας θέμα». Οπως έχουμε όμως επισημάνει παλιότερα σε τούτην εδώ την εφημερίδα, όλες οι εξελίξεις του τελευταίου οκταμήνου της δικτατορίας, που οδήγησαν στην κατάρρευσή της, καθορίστηκαν στην πραγματικότητα από το μείζον γεγονός της ηττημένης εξέγερσης που προηγήθηκε και τους διάχυτους φόβους (του καθεστώτος και των υπερατλαντικών στυλοβατών του) για επιτυχή επανάληψή της, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και συνακόλουθης ριζοσπαστικοποίησης ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων (βλ. Τάσος Κωστόπουλος, «Η αθέατη εκκόλαψη της Μεταπολίτευσης», «Εφ.Συν.» 21/7/2014, και «Ενας μύθος μα ποιος μύθος; Πώς το Πολυτεχνείο έριξε όντως τη χούντα», «Νησίδες», 23/7/2022).

Η πρώτη σελίδα των πρακτικών του υπουργικού συμβουλίου της 18ης Ιουλίου 1974

Από τις 40 συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου της χούντας μεταξύ 26 Νοεμβρίου 1973 και 20 Ιουλίου 1974, τα πρακτικά των οποίων έχουν διασωθεί στο προσωπικό αρχείο του τελευταίου πρωθυπουργού της, οι εννέα (22,5%) είχαν έτσι κύριο ή αποκλειστικό αντικείμενο τη μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος (πρωτίστως των ΑΕΙ) και την αντιμετώπιση των αντικαθεστωτικών και αριστερόστροφων διαθέσεων της νέας γενιάς. Η σχετική διαβούλευση ξεκίνησε στις 13 Φεβρουαρίου με μια συνεδρίαση «περί Νεότητος»· ακολούθησε στις 16/2, 3/4 και 9/4 η συζήτηση «περί Παιδείας», γενικώς, με τελική κατάληξη πέντε διαδοχικές συνεδριάσεις ειδικά για τα ΑΕΙ (4, 5, 9, 12 και 18/7). Η τελευταία απ’ αυτές (και τελευταία, ουσιαστικά, συνεδρίαση υπουργικού συμβουλίου της χούντας) έδωσε ραντεβού για τη συνέχιση της συζήτησης το πρωί της Δευτέρας 22 Ιουλίου. Συνάντηση που δεν έγινε φυσικά ποτέ, καθώς η τουρκική εισβολή της 20ής Ιουλίου και η συνακόλουθη επιστράτευση οδήγησαν στην κατάρρευση του στρατιωτικού καθεστώτος και τη δημοκρατική τομή της Μεταπολίτευσης.

«Η “δωρεάν παιδεία” παρέχει μεγάλα προβλήματα. Εις τινας περιπτώσεις πρέπει να αρθή»
Παναγιώτης Χρήστου, υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων (18.7.1978)

Μολονότι έμειναν στο επίπεδο των απλών σχεδιασμών, οι διαβουλεύσεις εκείνες για το μέλλον των ελληνικών ΑΕΙ παρουσιάζουν ωστόσο εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ως αποτύπωση, κατ’ αρχάς, του αντίκτυπου της πρόσφατης αντιδικτατορικής εξέγερσης στα ηγετικά κλιμάκια του καθεστώτος. Κυρίως, όμως, επειδή οι λύσεις που συζητήθηκαν ως απάντηση στην «κρίση» (ουσιαστικά: την απώλεια ελέγχου) των πανεπιστημίων, εμφανίζουν αξιοσημείωτες ομοιότητες με πολλά απ’ όσα η σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη προωθεί ή έχει ήδη θεσπίσει, ως απάντηση στον μεταπολιτευτικό «εκτραχηλισμό» των ΑΕΙ, τη «μη ανατρέψιμη» ανάσχεση του οποίου η ίδια έχει θέσει ευθύς εξαρχής ως βασική προτεραιότητά της.

Από τους συνολικά 32 υπουργούς και υφυπουργούς της κυβέρνησης Ανδρουτσόπουλου, οι οκτώ ήταν πανεπιστημιακοί – ένας στους τέσσερις δηλαδή, περισσότεροι ακόμη κι από τους στρατιωτικούς (5) ή τους δικηγόρους (4). Δίχως να λάβουμε φυσικά υπόψη τον ίδιο τον «πρωθυπουργό», που δήλωνε –ψευδώς– καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγου («Μακεδονία», 1/8/1974). Τα πρακτικά του συμβουλίου εντοπίστηκαν στις αρχειακές συλλογές του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών (ΙΜΣ-ΙΤΕ), στο Ρέθυμνο. Συντάσσονταν βάσει μαγνητοφώνησης των συνεδριάσεων, τα σχετικά δε ηχητικά τεκμήρια καταστρέφονταν μετά τη χρήση τους (5/3/1974, σ.18-19).

Ιδανικά, επειγόντως!

Το πρώτο και κύριο «πρόβλημα» που αναδεικνύεται στην υπουργική διαβούλευση του 1974 αφορούσε βέβαια τις αντικαθεστωτικές διαθέσεις της νέας γενιάς, που με τη σειρά τους οδηγούσαν σε απώλεια ελέγχου μιας μερίδας τουλάχιστον του καθηγητικού σώματος.

«Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, εις τα οποία ενεπλάκη μικρά ευτυχώς μερίς της νεολαίας μας, είναι μία εξόχως σοβαρά προειδοποίησις προς την ηγεσίαν της Χώρας», διαπιστώνει χαρακτηριστικά ο υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών Χαράλαμπος Γεωργιόπουλος, μέχρι πρότινος πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (9/4, σ.21). «Κι ο μεν Εθνικός Στρατός επενέβη διά μίαν ακόμη φοράν και εματαίωσε την νέαν επίθεσιν του ελλοχεύοντος ξενοκινήτου εχθρού» (σ.22), η απειλή παρέμενε ωστόσο ενεργή. Πόσο μάλλον σε μια συγκυρία κατά την οποία, όπως ο ίδιος επισήμανε σε προηγούμενη συνεδρίαση (22/12/1973, σ.18), «διαγράφεται ενδεχόμενον απολύσεως μισθωτών εν Ελλάδι», παλιννόστησης άνεργων μεταναστών από τη Γερμανία και συνακόλουθης αύξησης της ανεργίας.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ηττήθηκε στρατιωτικά, ο φόβος επανάληψής της καθόριζε ωστόσο τη σκέψη και τους σχεδιασμούς της χουντικής ηγεσίας

Η συζήτηση της 13/2 «περί Νεότητος» θα σημαδευτεί έτσι από αλλεπάλληλες ιερεμιάδες. «Η νεότης κατεχομένη υπό της φυσικώς χαρακτηριζούσης αυτήν, ανελέγκτου όμως ενίοτε ορμής, ευρίσκεται ενώπιον συστηματικώς διανοιγομένης λεωφόρου ψυχικής καταστροφής, εστερημένη πίστεως και εμπιστοσύνης, άθυρμα εις χείρας του πρώτου εκμεταλλευτού, του δήθεν “προοδευτικού” φίλου και διδασκάλου, του δήθεν κατανοούντος τα “πραγματικά” προβλήματα αυτής, τέλος εις χείρας του κομμουνισμού, ενεργούντος και διά του προσωπείου του αναρχικού», διαβάζουμε στην ανάλυση της κατάστασης από τον υφυπουργό Οικονομικών Γεώργιο Δημακόπουλο, υφηγητή της Παντείου και πρώην νομάρχη – αποκαλυπτικό δείγμα λόγου των «επιστημόνων», με τους οποίους η χούντα είχε επανδρώσει τα προηγούμενα χρόνια τα ΑΕΙ (σ.12-13). Ο ίδιος πανεπιστημιακός δάσκαλος θα εντοπίσει επίσης τη ρίζα του κακού στη μεταπολεμική «τάσιν προς την άκρατον ελευθερίαν», αλλά και στη γενίκευση της εργασίας των γυναικών που επέφερε «έκθεσιν των μητέρων εις καταλυτικούς του ήθους των επηρεασμούς, την άμβλυνσιν της εμπιστοσύνης των εις παραδεδεγμένας αρχάς και την εκ των πραγμάτων μείωσιν του ασκουμένου επί των τέκνων των ελέγχου» (σ.12).

«ΑΠΟΨΕ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ» (1975)

Αντιπτέραρχος εν αποστρατεία, ο υφυπουργός Μεταφορών Εμμανουήλ Εμμανουήλ θα προτιμήσει πάλι τους ιατρικούς όρους: «Δεν έχω μελετήσει το θέμα της νέας ορολογίας. Θεωρώ, όμως, ότι εκδηλώνονται εις τους νέους μας αι ασθένειαι χιππισμός, φεμινισμός, κομμουνισμός, όπως εις όλον τον κόσμον. Εάν, λοιπόν, ακολουθήσωμεν την κατάλληλον θεραπευτικήν αγωγήν και ωθήσωμεν τους νέους προς την μόρφωσιν και την οικογένειαν, προς όφελος βεβαίως της Πολιτείας, νομίζω ότι θα οδηγηθώμεν εις την ορθοτέραν λύσιν» (σ.21).

Ο ένας μετά τον άλλο, οι περισσότεροι υπουργοί θα καυτηριάσουν ως αιτία του προβλήματος την υποτιθέμενη αδιαφορία της πολιτείας για την έγκαιρη εθνοπρεπή κατήχηση της νεολαίας: «Τα Κράτη την εγκατέλειψαν, έρμαιον της τύχης της. Αυτό το εξεμεταλλεύθη το Ανατολικόν μπλοκ και έδωσε ιδικά του συνθήματα και κατευθύνσεις προς τους νέους», υποστήριξε λ.χ. ο υπουργός Απασχολήσεως, Παναγιώτης Παπαρροδόπουλος (τραπεζοϋπάλληλος μέχρι πρότινος διορισμένος πρόεδρος της ΟΤΟΕ), συνεπικουρούμενος από τον υφυπουργό Εμπορίου Παναγιώτη Παπαδά: «Το πρόβλημα είναι με ποίον τρόπον θα δημιουργήσωμεν ιδανικά εις τους νέους. Χρειαζόμεθα, λοιπόν, προς τον σκοπόν αυτόν ένα αντίδοτον του Μαρξισμού-Λενινισμού, τον οποίον δίδει το Ανατολικόν μπλοκ εις την Νεολαίαν» (όπ.π., σ.26).

«Τον κίνδυνον εκμεταλλεύσεως των νέων» τονίζει πάλι ο υπουργός Εσωτερικών Βασίλειος Τσούμπας (αντιστράτηγος ε.α.), «δεν τον έχομεν αντιμετωπίσει όπως έπρεπε. Δηλαδή ο σπουδαστής του Πολυτεχνείου, αφ’ ης εισήλθεν εις το Γυμνάσιον είναι δυνατόν να διαβάση όταν του έχει δοθή η ευκαιρία τον Μαρξ. Ημείς απαγορεύομεν εις τον κόσμον όχι μόνον να διαβάζουν “Μαρξ”, αλλά και να είπη “Μαρξ”, διότι θα τον συλλάβη η Αστυνομία. Μήπως θα πρέπει οι Εκπαιδευτικοί μας, οι οποίοι λαμβάνουν επιμίσθιον, να ξερριζώσουν αυτά τα οποία ένας φοιτητής ανέγνωσεν εις τον “Μαρξ”;» (σ.28).

Για τον υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ, επιμελητή της Παντείου και κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτριο Καρακώστα, το αποτελεσματικότερο αντίδοτο σ’ αυτή την πραγματικότητα το πρόσφερε ο εθνικισμός: «Οι νέοι εξακολουθούν να αποτελούν ένα εύπλαστον υλικόν, το οποίον ημείς δυνάμεθα να το οδηγήσωμεν προς μίαν καλυτέραν πορείαν. Εκείνο το οποίον με απασχολεί πάρα πολύ και εις το οποίο δίδω το προβάδισμα είναι η εθνική κατεύθυνσις και ο εθνικός προβληματισμός και προσανατολισμός, τον οποίον πρέπει να δώσωμεν εις τους νέους μας. Βεβαίως ομιλούμεν περί ιδανικών και περί του Εθνους και του περιεχομένου αυτού. […] Αυτό είναι κάτι το οποίον θα τους ενισχύση, θα τους προσανατολίση καλύτερον και θα τους δώση μίαν πίστιν. Τούτο δεν σημαίνει ότι κατ’ ανάγκην συναρτάται προς την μεγάλην ιδέαν και τας εδαφικάς διεκδικήσεις, τας οποίας ηδυνάμεθα να έχωμεν» (σ.18-19).

Σε αντίθεση με όσους συναδέλφους του δεν έβλεπαν στη φοιτητική διαμαρτυρία παρά το μακρύ χέρι της Μόσχας, ο «πρωθυπουργός» Ανδρουτσόπουλος φρόντισε πάντως να σκιαγραφήσει το ιστορικό υπόβαθρο των δυσκολιών του καθεστώτος: «Η κρίσις δεν είναι κρίσις της νεότητος, αλλά γενική, κοινωνική κρίσις. Συμβαίνει, μια μεγάλη μερίς του πνευματικού μας κόσμου, από τους χρόνους της Κατοχής, να έχει στραφή προς μίαν άλλην κατεύθυνσιν […]. Γονείς των σημερινών παιδιών είναι πολλοί εκ της μερίδος εκείνης του πνευματικού κόσμου, η οποία εστράφη τότε προς την Αριστεράν» (σ.29).

Η σκιά αυτής της σχετικά πρόσφατης –τότε– ιστορίας κρεμόταν, έτσι κι αλλιώς, πάνω από την όλη διαβούλευση. Οταν ο υπουργός Παιδείας Παναγιώτης Χρήστου, πρύτανης του ΑΠΘ προδικτατορικά, ζητά λ.χ. «να συσταθή Υπουργείον Νεολαίας και Αθλητισμού» για να οργανωθεί η «εκδήλωσις» των αντικομμουνιστικών «ιδεωδών του Ελληνικού ανθρωπισμού» από υπολογίσιμη μερίδα της νέας γενιάς, ο υπουργός Πολιτισμού Δημήτριος Τσάκωνας, καθηγητής της Παντείου, σπεύδει να του θυμίσει τους εγγενείς κινδύνους μιας παρόμοιας κινητοποίησης: «Θα πρέπει να λάβωμεν υπ’ όψιν ότι εις το παρελθόν από την Ε.Ο.Ν. έγινεν η Ε.Π.Ο.Ν.» (σ.28).

Πειθάρχηση και «αποσυμφόρηση»

Απαραίτητη προϋπόθεση για την εθνικά ορθή κοινωνικοπολιτική διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς συνιστούσε ωστόσο η προληπτική (και παραδειγματική) εκκαθάριση των πανεπιστημιακών χώρων από τον εσωτερικό εχθρό. Στην τελική εισήγησή του, ο υπουργός Παιδείας θα ξεκαθαρίσει έτσι πως «η πειθαρχική διαδικασία των φοιτητών πρέπει να φύγη από την αποκλειστικήν αρμοδιότητα των καθηγητών. Διότι οι πλείστοι των καθηγητών ενώπιον του φόβου αποδοκιμασίας δεν δικάζουν αλλά αθωώνουν. Φυσικά το πειθαρχικόν συμβούλιον θα εδρεύη εις έκαστον ίδρυμα, αλλά θα μετέχουν αυτού και δικαστικοί και υπάλληλοι του Πανεπιστημίου και ίσως εις καθηγητής» (18/7, σ.4).

Λίγο νωρίτερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης Σπυρίδων Τριανταφύλλου είχε προτείνει τη δημιουργία ειδικής πανεπιστημιακής αστυνομίας – παράλληλα, εννοείται, με το «Σπουδαστικό» της Ασφάλειας, που έτσι κι αλλιώς κατοικοέδρευε στα ΑΕΙ με αποστολή τον χαφιεδισμό και την προληπτική τρομοκράτηση των δυνητικών «ταραξιών». «Ως προς την αιτίαν δημιουργίας των διαφόρων εκτρόπων εις τους Πανεπιστημιακούς χώρους και επειδή αι αναταραχαί αυταί αρχίζουν από της σταδιακής συγκεντρώσεως των φοιτητών», τόνισε, «φρονώ όπως, ει δυνατόν, εις την αρχήν των συγκεντρώσεων ληφθή μέτρον, με την άδειαν της Συγκλήτου και δημιουργηθή μία τάξις κλητήρων με περιβραχιόνια, οι οποίοι κατ’ εντολήν της Συγκλήτου θα ασκούν ειδικόν έλεγχον ταυτοτήτων των φοιτητών και υποδεικνύουν την διάλυσιν των συγκεντρουμένων» (3/4, σ.6).

Η «εκκαθάρισις του σπουδαστικού δυναμικού» μπορούσε όμως να γίνει και με πιο σύγχρονα, τύποις «επιστημονικά» κριτήρια – όπως το «ν+2» που θέσπισε πρόσφατα η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Εισηγούμενος «τον καθορισμόν του εξαμήνου ως χρονικής μονάδος των εκπαιδευτικών προγραμμάτων», ο ΥΠΕΠΘ Χρήστου θα ξεκαθαρίσει έτσι πως «ο κανονικός χρόνος τερματισμού των σπουδών θα είναι 8 εξάμηνα, αλλά θα δύναται ο φοιτητής, λαμβάνων ολιγωτέρας μονάδας, να τελειώνη τας σπουδάς εις 10 ή 12 εξάμηνα» (18/7, σ.3).

Με δεδομένο τον μακροχρόνιο σχεδιασμό των σχετικών διαβουλεύσεων, ενδιαφέρον έχει η συζήτηση για τα θεσμικά όρια της φοιτητικής δράσης. «Μερικοί συνάδελφοι ωμίλησαν περί εκπροσωπήσεως των φοιτητών εις την διοίκησιν των Πανεπιστημίων. Ισως και τούτο θα αποτελέση μέσον εκτονώσεως, αν και μετά τον Νοέμβριον δεν είμαι βέβαιος περί αυτού», προβληματίστηκε κάποια στιγμή ο υπουργός Παιδείας (1/7, σ.4), ο δε υφυπουργός Βιομηχανίας Ηλίας Ευθυμιάδης εξέφρασε την επιθυμία να βολιδοσκοπούνται για την εκλογή των καθηγητών «φοιτηταί οι οποίοι είναι θετικώς εθνικόφρονες, από καλάς οικογενείας» (όπ.π., σ.5). Αρχική ιδέα του υπουργού Παιδείας ήταν να «δημιουργηθή ολόκληρον πλαίσιον εκδηλώσεων –θέατρον, χορωδίαι, ορχήστραι, αθλήματα, χοροί, εκδρομαί, τελεταί– εις τας οποίας οι φοιτηταί δεν θα μετέχουν ως θεαταί και ακροαταί αλλά ως ενεργοί παράγοντες», προκειμένου να «δοθή διέξοδος εις το περίσσευμα ζωτικότητος το οποίον διαθέτουν ούτοι ως νέοι άνθρωποι» (16/2, σ.25). Ο Ανδρουτσόπουλος θα κλείσει ωστόσο το ζήτημα με τον κατηγορηματικότερο τρόπο: «Εξωπανεπιστημιακώς, εάν θέλουν, ας ενωθούν και ας κάμουν όποιον Σύλλογον θέλουν, αλλά εσωπανεπιστημιακώς να τελειώνη αυτό. […]. Σκοπός μας δεν είναι η εξουδετέρωσις της δράσεώς των, αλλά η διοχέτευσις αυτής αλλού, και να μη γίνεται χρήσις της ιδιότητος και του χώρου. Από εκεί και πέρα θα αναλαμβάνουν και αυτοί τας ευθύνας, όπως και οιοσδήποτε άλλος Ελλην της ηλικίας των» (18/7, σ.4).

Το βαρύ πυροβολικό της προληπτικής καταστολής ήταν όμως άλλο: η προβλεπόμενη «αποσυμφόρηση» της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, με τη μεταφορά μεγάλου μέρους του φοιτητικού πληθυσμού στα υπό ίδρυση επαρχιακά πανεπιστήμια.

«Εκτός της φυσικής ροπής των νέων προς χειραφέτησιν και επανάστασιν», εξήγησε στην αρχική εισήγησή του ο υπουργός Παιδείας, «υπάρχουν και εξωτερικοί λόγοι. Πρώτον, η μαζικοποίησις της ανωτάτης εκπαιδεύσεως. Οταν μία σχολή έχει 15.000 φοιτητάς, είναι φυσικόν να καταληφθούν ούτοι από την ψυχολογίαν των μαζών και να ενεργούν αναλόγως». Ως εκ τούτου, «η αποσυμφόρησις των φοιτητικών μαζών» μέσω της διασποράς των σχολών στην επαρχία «θα συντελέση και εις την μείωσιν των αναταραχών εις τας τάξεις αυτών» (16/2, σ.25 & 15). Τα ίδια επαναλαμβάνει και σε επόμενη σύσκεψη: «Θα σώσωμεν την εκπαίδευσιν, όταν εξατομικεύσωμεν τας σπουδάς και τας απαλλάξωμεν από τον κλοιόν της μαζικοποιήσεως. Η μαζικοποίησις όχι μόνον την καλήν κατάρτισιν των φοιτητών παρακωλύει, αλλά δημιουργεί και τας προϋποθέσεις αναταραχών» (9/7, σ.9).

Η συναίνεση επ’ αυτού υπήρξε ομόθυμη. «Νομίζω ότι είναι απολύτως αναγκαίον να γίνη μία διάπλωσις [των ΑΕΙ] εις διαφόρους πόλεις της χώρας», εκτιμά λ.χ. ο υπουργός Απασχολήσεως, «διότι ως παρέχεται σήμερον μαζικώς η εκπαίδευσις, όχι μόνον δεν γίνεται εκπαίδευσις, αλλά δημιουργείται και εν πνεύμα αναρχίας εις τους νέους πολίτας της χώρας με όλα τα δραματικά επακόλουθα, δηλαδή της δημιουργίας ψυχολογίας του όχλου, ανάπτυξις αναρχικών ιδεών και κατευθύνσεων» (12/7, σ.12). Σαφέστερος απ’ όλους, λόγω ειδικότητας, ήταν ωστόσο επ’ αυτού ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως, Γεώργιος Τσουμάνης: «Εξ απόψεως γενικής ασφαλείας συμφέρει η κατανομή των Πανεπιστημίων κατά περιφερείας, διότι τοιουτοτρόπως είναι πολύ εύκολον να επισημαίνωνται, να παρακολουθούνται και να γίνωνται προληπτικαί ενέργειαι εναντίον των ταραξιών φοιτητών. Αυτό, λοιπόν, έχει το πλεονέκτημα ότι θα βοηθήση εις το να διατηρηθή η τάξις αφ’ ενός, αλλά αφ’ ετέρου και εις το να προστατευθούν οι φοιτηταί από τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι τους οδηγούν εις λανθασμένην οδόν» (12/7, σ.3).

Ο έλεγχος των καθηγητών

Εκτός από τους φοιτητές, πρόβλημα όμως είχαν αρχίσει ν’ αποτελούν για το καθεστώς και οι καθηγητές, παρά τις αλλεπάλληλες εκκαθαρίσεις των ΑΕΙ από τα «αντεθνικά στοιχεία». Το διαπιστώνουμε από τη διαβούλευση για το επιθυμητό σύστημα διοίκησης των πανεπιστημίων και, κυρίως, τον τρόπο εκλογής των διδασκόντων εκεί.

Το πρώτο ζητούμενο ήταν η κατάργηση της θεσμικής αυτοτέλειας των πανεπιστημίων. «Βασική αρχή πρέπει να είναι το ότι η Πολιτεία θα πρέπει να έχη την δυνατότητα αποτελεσματικής εποπτείας ή αποτελεσματικού ελέγχου επί των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων», ξεκαθάρισε ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως (5/7, σ.2), ενώ ακόμη σαφέστερος υπήρξε στην ίδια συνεδρίαση ο κυβερνητικός εκπρόσωπος (επιμελητής, ο ίδιος, της Παντείου): «Ως πρώτον βήμα, κ. Πρωθυπουργέ, νομίζω ότι πρέπει να προχωρήσωμεν, χωρίς μεγάλας ταλαντεύσεις, ευθέως προς την κατάργησιν του άρθρου 17 του Συντάγματος, περί της λεγομένης αυτοδιοικήσεως των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων […] Οι Καθηγηταί των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων είναι Δημόσιοι υπάλληλοι και εν ουδεμία περιπτώσει πρέπει να έχουν ιδιαίτερα προνόμια έναντι των άλλων Δημοσίων υπαλλήλων». Το βασικό πρόβλημα, εξήγησε, ήταν «η εθνική αδιαφορία» των συναδέλφων του απέναντι στις «κατευθύνσεις των νέων»: «επειδή είναι θέμα ζωής και θανάτου η Νεολαία μας και η Νεότης μας να προστατεύεται, την ευθύνην αυτήν πρέπει να την πάρη από τους Διδασκάλους και να την εγκολπωθή η Πολιτεία» (όπ.π., σ.4-5). Ο υπουργός Παιδείας θα συμφωνήσει τελικά, κι αυτός, «αναφορικώς με το θέμα της αναθεωρήσεως του άρθρου 17 του Συντάγματος», πως «πρέπει αύτη να λάβη χώραν» (σ.34).

Τσάμικα από την ηγεσία της δεύτερης χούντας το Πάσχα του 1974. Σύμφωνα με τους υπουργούς της, εθνικισμός και παραδοσιακές αξίες αποτελούσαν το καλύτερο ανάχωμα για την αριστερόστροφη «αποχαλίνωση» της νέας γενιάς

Τι σήμαινε αυτό πρακτικά; Κατ’ αρχάς, διορισμό των πανεπιστημιακών οργάνων από την κυβέρνηση. «Νομίζω ότι επήλθεν ο χρόνος, καθ’ ον η Πολιτεία θα πρέπει να παρέμβη, ώστε εκείνη πλέον να καθορίζη και να ορίζη την διοίκησιν των Πανεπιστημίων», ξεκαθάρισε π.χ. ο υπουργός Απασχολήσεως (όπ.π., σ.22), ο δε υπουργός Εμπορίου υπήρξε ακόμη σαφέστερος: «ο Πρύτανις πρέπει να διορίζεται υπό του Υπουργικού Συμβουλίου, προτάσει του κ. Υπουργού της Παιδείας» (σ.25). «Να εισηγήται το Πανεπιστήμιον, αλλά την τελευταίαν λέξιν θα πρέπει να την έχη το Υπουργείον Παιδείας. Δηλαδή τον τελευταίον λόγον θα τον έχει αυτός ο οποίος πληρώνει, δηλαδή η Κυβέρνησις», ήταν η άποψη του υφυπουργού Παιδείας Σπυρίδωνα Βλάχου (σ.35). «Εγώ προσωπικώς προτιμώ να εκλέγωνται τρεις και εκ των τριών να επιλέγει η Πολιτεία εκείνον τον οποίον θεωρεί πλέον κατάλληλον», διευκρίνισε πάλι ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως. «Διότι ποτέ δεν θα είναι δυνατόν η Πολιτεία να μεθοδεύση τον τρόπον της εκλογής, ώστε να καταλάβη την θέσιν του Πρυτάνεως πρόσωπον το οποίον θα είναι συνεργάσιμον» (σ.4). Την ίδια λύση θα υποστηρίξουν ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Γεώργιος Αλεξανδρής (σ.11), ο υφυπουργός Οικονομικών Γεώργιος Δημακόπουλος (4/7, σ.11) και ο αναπληρωτής υπουργός Συντονισμού Ηλίας Μπαλόπουλος (4/7, σ.10) – υφηγητές της Παντείου οι δύο πρώτοι, καθηγητής της ΑΣΟΕΕ ο τρίτος. Το σύστημα αυτό ίσχυε άλλωστε ήδη επί εθνοσωτηρίου, όπως πληροφορούμαστε από τις τοποθετήσεις των δύο τελευταίων.

Από τα όργανα περνάμε κατόπιν στο πιο κρίσιμο: την επιλογή των διδασκόντων, αποκλειστική ίσαμε τότε αρμοδιότητα των ήδη συναδέλφων τους. «Η εκλογή των Καθηγητών και των Υφηγητών, ορθόν είναι εις πρώτον βαθμόν να ενεργήται υπό των οικείων Σχολών», ξεκαθαρίζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, αλλά «πρέπει να υπάρχει Δευτεροβάθμιον συμβούλιον παρά τω Υπουργείω Εθνικής Παιδείας, το οποίον θα εισέρχεται εις την ουσίαν, όχι μόνον με δικαίωμα αρνησικυρίας αλλά και με θετικήν συμβολήν, ώστε μεταξύ των υποψηφίων να δύναται να επιλέξη και απορριφθέντα πρόσωπα». Ο υπουργός Παιδείας σπεύδει να συμφωνήσει: «Αυτό εννοώ» (9/7, σ.13-14).

Το διακύβευμα θα κάνει λιανά στην επόμενη συνεδρίαση, ως συνήθως, ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως: «Πρέπει η Πολιτεία να καθιερώση εν σύστημα εκλογής Καθηγητών, ώστε να επιλέγωνται οι καλύτεροι, όχι μόνον εξ απόψεως επιστημονικών κριτηρίων, αλλά εξ απόψεως σταθεράς εθνικής τοποθετήσεως. […] Οπωσδήποτε αι αποφάσεις του Συμβουλίου αυτού πρέπει να τεθούν εις την έγκρισιν του κ. Υπουργού Παιδείας» (12/7, σ.4). Από κοντά και ο Δημακόπουλος της Παντείου: βασικό κριτήριο εκλογής πρέπει να είναι «προ παντός άλλου το ζωηρόν και ειλικρινές εθνικόν φρόνημα, ευθέως εξωτερικευόμενον και διά της διδασκαλίας συνεχώς εκδηλούμενον και αποδεικνυόμενον» (σ.17-18).

Διαφορετικής τάξης ζήτημα θα θέσει ο (απείρως σοβαρότερος) υπουργός Πολιτισμού: η «ανανέωσις του εκπαιδευτικού προσωπικού», τονίζει, «δεν είναι θέμα θεσμικόν, αλλά θέμα ανευρέσεως ανθρώπων. Το πρόβλημά μας είναι ότι θα πρέπει να ανεύρωμεν πρώτα ανθρώπους καταλλήλους […] Και αυτό δύναται να επιτευχθή διά της ανευρέσεως των δυνάμεων εκείνων αι οποίαι διέφυγον εκ της Ελλάδος και αυτήν την στιγμήν κοσμούν τα ξένα Πανεπιστήμια. Τας δυνάμεις αυτάς πρέπει να τας ανεύρωμεν και να τας επαναφέρωμεν εδώ. Διότι σήμερον, δυστυχώς –και λυπούμαι διότι το λέγω– δεν υπάρχει Παιδεία» (4/7, σ.8). Δεν το έλεγε για πρώτη φορά: «Πρέπει να εύρωμεν 100-150 ανθρώπους, πρέπει να τους αναζητήσωμεν εξ εκείνων οι οποίοι διδάσκουν εις Αμερικανικά και Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια και να τους φέρωμεν εδώ, διά να σπάσωμεν το κατεστημένον» (9/4, σ.15).

Αυτό το «κατεστημένο» θα καυτηριαστεί επανειλημμένα και μ’ εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία παραδειγμάτων, που άλλοτε αφορούσαν την «υπερβολική» αυτονόμηση καθηγητών από την πολιτική εξουσία και άλλοτε καταχρήσεις της εξουσίας τους σε βάρος φοιτητών. «Να ορίζεται η ημέρα, η ώρα και ο τόπος των εξετάσεων, ο οποίος ποτέ δεν επιτρέπεται να είναι η οικία του κ. Καθηγητού», ζήτησε λ.χ. κάποια στιγμή ο Ράλλης. «Διότι είμαι αναγκασμένος να είπω -και να γραφή εις τα Πρακτικά- ότι υπάρχουν καταγγελίαι ότι μερικοί των κ.κ. Καθηγητών, και παλαιότερον αλλά και τώρα, δεν τηρούν την δεοντολογίαν η οποία αρμόζει εις πολιτισμένους ανθρώπους και ιδία όταν πρόκειται περί φοιτητριών. Δεν θέλω ν’ αναφέρω λεπτομερώς τι είπεν φοιτήτρια εις την κόρην μου» (16/2, σ.34).

ΣΔΙΤ α λα χουντικά

Εξαιρετικά επίκαιρα ακούγονται και τα σχέδια εισαγωγής εξωπανεπιστημιακών παραγόντων στη διοίκηση των ΑΕΙ. «Παρατηρείται απομόνωσις των Πανεπιστημίων από την κοινωνίαν· διά τούτο πρέπει μέλη της κοινωνίας να μετέχουν εις την διοίκησιν αυτού», διαβάζουμε στην τελική πρόταση του υπουργού Παιδείας (4/7, σ.6). Πρώην υποδιοικητής της ΕΤΒΑ, ο υφυπουργός Βλάχος συμφωνεί κι επαυξάνει: «Νομίζω ότι πρέπει η Κοινωνία να μετέχη εις την Διοίκησιν του Πανεπιστημίου δι’ επιλέκτων μελών της, και τούτο διότι η συμμετοχή της Κοινωνίας θα αυξήση τους πόρους των Πανεπιστημίων. Αυτό δε, είναι γνωστόν ότι συμβαίνει εις πολλά Πανεπιστήμια του εξωτερικού, δηλαδή ενισχύονται ταύτα από ιδιωτικούς φορείς» (5/7, σ.31).

Η πρόταση προκάλεσε αντιδράσεις, με το σκεπτικό πως «η εισαγωγή εξωπανεπιστημιακών παραγόντων εις την διοίκησιν των Α.Ε.Ι. ενδέχεται να δημιουργήση τεράστια και απρόβλεπτα προβλήματα, συμπεριλαμβανομένου και ενδεχομένου της μέσω αυτής επιτάσεως μιας αναρχίας, η οποία επικρέμαται πάντοτε υπό τας σημερινάς ανά τον κόσμον συνθήκας» (Αλεξανδρής, 5/7, σ11). Γενικευμένη ήταν άλλωστε τότε η καχυποψία των κυβερνώντων για οτιδήποτε δεν ελεγχόταν απόλυτα από τον σκληρό πυρήνα του κράτους. «Το πρώτον θέμα είναι τα φροντιστήρια, διά τινα των οποίων δύναται να λεχθή ότι αποτελούν εστίας μολύνσεως», τονίζει κάποια στιγμή ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως. «Και τούτο, διότι δεν υπάρχει κρατικός έλεγχος, ούτως ώστε να ελέγχωνται τα φρονήματα και η εθνική τοποθέτησις των διδασκόντων εις αυτά» (3/4, σ.3).

Ο υπουργός Βιομηχανίας Κυπραίος εισηγήθηκε πάλι την «προσέγγισιν» των σχολών «μετά των φορέων της παραγωγικής τάξεως (Βιομηχανίαι, γεωργικά συγκροτήματα, τράπεζαι, τουρισμός και τριτογενείς υπηρεσίαι εν γένει)» (9/4, σ.3), ο δε Βλάχος ζήτησε «να ανατεθή εις μίαν Τράπεζαν η οικονομική διαχείρισις της περιουσίας των Πανεπιστημίων» (5/7, σ.31).

Ορατά ήταν, πάντως, τα όρια της δυνητικής συμβολής του ιδιωτικού τομέα στο όλο εγχείρημα. Επικαλούμενος «εθνικά κριτήρια», ο Ανδρουτσόπουλος εισηγήθηκε λ.χ. την ίδρυση πανεπιστημίου στη Μυτιλήνη. Ο υπουργός Προεδρίας αντιπρότεινε τη Χίο, «ώστε να έχωμεν και την οικονομικήν βοήθειαν των Εφοπλιστών», για να εισπράξει την αποστομωτική απάντηση: «Τα μεγέθη έγιναν τοιαύτα, ώστε ούτε προκειμένου περί Εθνικής Αμύνης, ούτε περί Παιδείας, ούτε προκειμένου περί λειτουργίας του Κράτους ο δίσκος ή το καπέλλο ημπορούν να αποδώσουν. Δηλαδή, εάν οι Ελληνες βιομήχανοι προσέφερον 200 ή 300 εκατομμύρια, τι θα έλεγον αυτά, όταν ομιλώμεν περί δισεκατομμυρίων;» (12/7, σ.22-23).

Κατάργηση της δωρεάν Παιδείας

Το μεγάλο διακύβευμα βρισκόταν όμως αλλού. «Η “δωρεάν παιδεία” παρέχει μεγάλα προβλήματα. Εις τινας περιπτώσεις πρέπει να αρθή», ξεκαθαρίζει στην τελευταία συνεδρίαση ο υπουργός Παιδείας (18/7, σ.4). Ηδη από την πρώτη είχε ρητορικά αναρωτηθεί «διατί να επιβαρύνεται οικονομικώς το σύνολον του πληθυσμού διά να σπουδάσουν τα τέκνα ωρισμένων προνομιούχων;» – εκτιμώντας, όμως, ότι «το θέμα αυτό ίσως δεν είναι του παρόντος» (16/2, σ.25). Ο υφυπουργός και πρώην τραπεζίτης έσπευσε κι εδώ να υπερθεματίσει: «Εχω ωρισμένας αντιρρήσεις, Κε Πρωθυπουργέ, και εις το σύστημα της δωρεάν Παιδείας. Νομίζω ότι θα ηδύνατο να ρυθμισθή το θέμα αυτό, ούτως ώστε να έχομεν δωρεάν Παιδείαν δι’ όσους πράγματι ασχολούνται με την Παιδείαν». Δραττόμενος της ευκαιρίας, ο υπουργός επανήλθε: «Πλούσιοι φοιτηταί και ενδεχομένως οι κακοί φοιτηταί δεν θα πρέπει να έχουν το προνόμιον της δωρεάν παιδείας. Συμφωνώ, αλλά είναι δύσκολον να το θίξωμεν» (16/2, σ.30-31). Σε μεταγενέστερη συζήτηση, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Αλεξανδρής θα ζητήσει δε «να διακόπτεται η δωρεάν Παιδεία αφ’ ης στιγμής ο φοιτητής απορρίπτεται έστω και μίαν φοράν» (9/4, σ.13).

Βασικό στόχο αποτελούσε κυρίως η δωρεάν διανομή των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων που είχε θεσπίσει η Ενωση Κέντρου και διατήρησε η δικτατορία. «Ο θεσμός ούτος έχει δυσμενείς επιπτώσεις εις την πορείαν της επιστημονικής καταρτίσεως των φοιτητών. Κατά την συνήθη ανθρωπίνην αδυναμίαν του να μη εκτιμά κανείς επαρκώς ό,τι λαμβάνει δωρεάν, πολλοί φοιτηταί δίδουν μικράν σημασίαν εις τα εγχειρίδια, τα οποία προμηθεύονται ούτω. Το δε χειρότερον είναι ότι είναι δυνατόν να επεκτείνουν την περιφρόνησίν των εις παν άλλο βιβλίον», ισχυρίστηκε ανενδοίαστα ο υπουργός Παιδείας κατά το άνοιγμα της συζήτησης (16/2, σ.24). Τα ίδια θα επαναλάβει και στην τελευταία συνεδρίαση: «Οι φοιτηταί πρέπει να μάθουν να προμηθεύωνται βιβλία, διότι αν δεν το μάθουν έως ότου είναι νέοι, δεν θα το μάθουν ποτέ. Αλλά πώς θα το μάθουν, όταν προμηθεύωνται τα βιβλία δωρεάν και υποχρεωτικώς ως αγγαρείαν; […] Το δημόσιον θα ήτο δυνατόν να χορηγή ως είδος υποτροφίας εις τους καλούς φοιτητάς χρηματικά ποσά διά την προμήθειαν των συγγραμμάτων» (18/7, σ.2).

Την ουσία του ζητήματος θ’ αποκαλύψει, στο μεσοδιάστημα, ο (επίσης πανεπιστημιακός) υπουργός Πολιτισμού: «Αρσις της δωρεάν Παιδείας σημαίνει αύξησιν των εσόδων των Καθηγητών, δηλαδή ότι ούτοι θα έχουν την δυνατότητα να αποκτούν δύο έως τρία διαμερίσματα ετησίως από τα συγγράμματα» (9/4, σ.36). Το πρακτικό πρόβλημα, όπως το έθεσε ο υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών, ήταν όμως πως, «όταν κανείς έχη δώσει κάτι, είναι δύσκολον να το πάρη πίσω» (18/7, σ.6). Ο υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου (και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ), Ηλίας Μπαλόπουλος, θα δοκιμάσει δε να το λύσει με μια ιδέα made in USA: «Πρέπει να έχωμεν υπ’ όψιν μας ότι είναι εκκρεμές ακόμη το θέμα των σπουδαστικών δανείων» (18/7, σ.6).

Πατρίς, Θρησκεία, Γυμναστήριο

Αν τα φοιτητικά δάνεια έρχονταν από το μέλλον, προς το παρόν τη θωράκιση των φοιτητών από κακές επιρροές θα την αναλάμβαναν μηχανισμοί κληρονομημένοι από το βαθύ παρελθόν. «Η μάχη διά την προστασίαν των νέων μας από του κινδύνου να μεταβληθούν εις αγέλην και εύκολον λείαν των ανατροπέων του εσωτερικού ή του εξωτερικού», αποφαίνεται ο Γεωργιόπουλος, «πρέπει να δοθή εις δύο χώρους. Εις την οικογένειαν και εις το Σχολείον. Ουδέν πρέπει να παραλειφθή διά ν’ αποκατασταθή η οικογένεια εις την παλαιάν πατριαρχικήν και χριστιανικήν της μορφήν» (13/2, σ.8). Ο ίδιος εκτιμά πανευτυχής ότι, σε αντίθεση με τη Δύση, «ο ρόλος του συζύγου και του πατρός θα εξακολουθήση να δεσπόζη εις την μέσην Ελληνικήν οικογένειαν, η οποία αποτελεί τον κορμόν του Εθνους» (9/4, σ.34).

Προϋπόθεση επιτυχίας του όλου σχεδιασμού, ξεκαθαρίζει πάλι ο υφυπουργός Εμπορίου (και υφηγητής της Παντείου), ήταν «να προετοιμάσωμεν τον φοιτητήν, από πλευράς Ελληνικής και από πλευράς ήθους, εις το Δημοτικόν Σχολείον και εις το Γυμνάσιον. […] Εις το Δημοτικόν πρέπει να έχωμεν Διδασκάλους οι οποίοι να είναι κατά πρώτον λόγον Ελληνες, οι οποίοι θα μεταφέρουν την έννοιαν του Ελληνος εις τον μαθητήν και θα τον καταστήσουν υπερήφανον επειδή είναι Ελλην. […] Εις το Δημοτικόν Σχολείον και μέχρι της Δ΄ Τάξεως του Γυμνασίου, διαμορφώνεται ο χαρακτήρ του ανθρώπου. Εκεί ο μαθητής θα μάθη και γράμματα και θα γίνη και Ελλην. Από εκεί και πέρα, τον φοιτητήν τον ευρίσκομεν έτοιμον» (3/4, σ.9-10).

«Θα πρέπει εις το Δημοτικόν να γίνεται μία βασική διαπαιδαγώγησις του Εθνικού Φρονήματος των παιδιών, πλέον έντονος και περισσότερον εκδηλωτική», συμφωνεί ο υπουργός Γεωργίας, Γεώργιος Τζωρτζάκης. Φυσικά, συμπληρώνει, και «η Ανωτάτη εκπαίδευσις πρέπει να είναι Εθνικού περιεχομένου και ιδανικών» (9/4, σ.5).

Μια πρακτικότερη λύση, για όσους «σφύζουν από νειάτα» και «θέλουν κάπου να εκτονωθούν», εισηγήθηκε πάντως ο υπουργός Μεταφορών κι Επικοινωνιών Αλέξανδρος Τζαβέλας, τέως αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (16/2, σ.24): «Να υπάρξουν Γυμναστήρια και Κέντρα Αθλητισμού, διά να συγκεντρώνονται εκεί οι νέοι κατά τας ελευθέρας ώρας των. Καθημερινώς βλέπω εις ένα Γυμναστήριον, παρά τας στήλας του Ολυμπίου Διός, νέους 20-30 ετών να αθλούνται εις διάφορα αθλήματα. Πώς να μη γίνουν καλοί άνθρωποι αυτοί, όταν οι άλλοι της αυτής ηλικίας και εις τον αυτόν χρόνον ασχολούνται με άλλα θέματα;».

Δείτε όλο το άρθρο

© HellaZ.GR.News 2025. Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

-