Πολύτροπες αφηγηματικές τροχιές

6 hours ago 6

Στη δεύτερη συλλογή της με διηγήματα η Λένα Κορομηλά κινούμενη ανάμεσα σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους, και θέτοντας ερωτήματα για την καταγωγική ταυτότητα σε αντιπαραβολή με την παγκόσμια διάσταση, εμβαθύνει στο ζήτημα της ξενότητας και της ψυχικής οδύνης στον δρόμο προς την αυτοπραγμάτωση. Στις ταξιδιωτικές αφηγήσεις της κεντρικής ηρωίδας, ο ασθματικός ρυθμός, η πληθώρα και το αμφίσημο της πληροφορίας, οι διαφορές στα επίπεδα γλώσσας –από ποιητική έως καθημερινή, από ακαδημαϊκή έως λαϊκή– και η πολυγλωσσία (αγγλικές φράσεις, ξένες τοποθεσίες και έθιμα) εντείνουν τη συναισθηματική φόρτιση και το συνεχώς εναλλασσόμενο τοπικό και χρονικό πλαίσιο.

Στο βιβλίο της, η αφηγήτρια, μέσα από φευγαλέες ταξιδιωτικές αναδρομές (από την Αμαζονία, το Κασμίρ, την Ινδία, την Αβάνα, το Σαν Φρανσίσκο και αλλού), διαμορφώνει ένα δικό της πνευματικό και συναισθηματικό τοπίο. Στο Μαρόκο ζει σκηνές καθημερινότητας και παραδοσιακών τελετών, γνωρίζει έναν ντόπιο νεαρό και μοιράζεται μαζί του στιγμές οικειότητας. Ομως, η συναισθηματική απόσταση και η συνειδητοποίηση της ρευστότητας των πραγμάτων την οδηγούν ξανά στην αναχώρηση. Από τη λίμνη Ισαμπάλ της Γουατεμάλας επιβιβάζεται σε σκάφος με προορισμό τη Λίβινγκστον, διασχίζοντας το Ρίο Ντούλτσε. Κι ενώ οι εικόνες της εναλλάσσονται ανάμεσα σε εξωτικές βίλες, καλύβες και νούφαρα, εκείνη άλλοτε απολαμβάνει τη γαλήνη κι άλλοτε βυθίζεται σε σκέψεις νιώθοντας ξένη ή απειλούμενη. Συναντά ανθρώπους της περιοχής –παιδιά, γυναίκες, εμπόρους–, παρατηρεί τουρίστες. Καθώς διαισθάνεται μια σκιά να την καταδιώκει περιπλανιέται σε αυλές, παράγκες, σοκάκια, ώσπου βρίσκει προσωρινό καταφύγιο σε μια μαύρη δασκάλα, που θέλει να μάθει για τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα.

Με την κατάθεσή της να ξεκινά από την επιστροφή στο πατρικό της σπίτι, διασχίζοντας το εγκαταλειμμένο ενδιάμεσο οικόπεδο, προβαίνει σε έναν πικρό σχολιασμό για τον μαρασμό της επαρχίας και έρχεται αντιμέτωπη με τις εικόνες μιας ζωής που έχει παρέλθει. Η κηδεία του αδελφού πυροδοτεί έναν καταιγισμό από αναμνήσεις και συγκρίσεις: τη ζωή που έζησε, εκείνη που θα μπορούσε να έχει ζήσει και τη ζωή που ακόμα αναζητά. Αντιπαραβάλλοντας το πατρικό σπίτι ως θεραπευτικό κουκούλι αλλά και πηγή πένθους, με το ταξίδι ως επιθυμία ελευθερίας και απεγκλωβισμού και με μια σχεδόν άδεια βαλίτσα άλλοτε να παραπέμπει στο βάρος μιας προσωρινότητας κι άλλοτε στην αίσθηση της απώλειας και του ξεριζωμού, εμπλουτίζει την ιστορία της με διακειμενικότητες, έντονες εσωτερικές συγκρούσεις και ποικίλες πολιτισμικές συγκρίσεις και αναγωγές.

Η ελλειπτική πλοκή –στα όρια της πραγματικότητας και της φαντασίας– και το θρυμματισμένο εξομολογητικό ύφος σε συνδυασμό με το δεύτερο ενικό πρόσωπο (σαν να απευθύνεται στον εαυτό της) ενισχύουν την αίσθηση του κατεπείγοντος και της εσωτερικής διάσπασης. Πρόκειται για έναν θερμό εσωτερικό μονόλογο μεταμφιεσμένο σε αφήγηση ταξιδιού ή καλύτερα: για το δαιδαλώδες οδοιπορικό μιας ταξιδιώτισσας που δεν ψάχνει να βρει τόπους, αλλά εαυτό. Τα ταξίδια που πραγματοποιεί έρχονται να αναδείξουν μια διάθεση αναγέννησης, προβάλλοντας στο υπαρξιακό ή εθνικό στοιχείο την καθολικότητα της διαφορετικότητας και της μοναξιάς. Κυριαρχούν το γυναικείο βίωμα, ο έρωτας, η μητρότητα, η ενοχή για επιλογές ζωής (γάμος, συμβιβασμός), αλλά και ο μύχιος πόθος για αυτονομία.

Ευγενία Μακαριάδη | Το γέλιο των σκύλων | Σελ. 114 | Βακχικόν, 2025

Στο Γέλιο των σκύλων η Ευγενία Μακαριάδη, μέσα από μια καταιγιστική εναλλαγή τρυφερότητας, σκληρότητας και συμπόνιας, φτιάχνει μια σουρεαλιστική τοιχογραφία, ρίχνοντας φως στην παιδική κακοποίηση και το οικογενειακό σφαγείο, τον κοινωνικό ρατσισμό και το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου, την τρέλα και την απόγνωση, την απώλεια και τον θάνατο. Στο βιβλίο της, οι ασθματικές, στακάτες προτάσεις, το μαύρο παραμυθητικό στοιχείο που θυμίζει θρίλερ, οι λογοτεχνικές νύξεις, η πλούσια εικονοποιία και οι φραστικές και δομικές επαναλήψεις δημιουργούν μια ενδιαφέρουσα αφηγηματική δίοδο, μέσω της οποίας μεταφέρεται εντέχνως η αφήγηση από το όνειρο στην πραγματικότητα και από τη μία πραγματικότητα στην αντίθετή της. Ταυτόχρονα, η μη γραμμική εξιστόρηση και η παραδοξότητα ενισχύουν την αίσθηση της ανισορροπίας και της προβληματικής ψυχολογικής κατάστασης των χαρακτήρων.

Στο πρώτο διήγημα («Δέντρα νύχτας») –ένα από τα πιο χαρακτηριστικά της συλλογής–, η αφηγήτρια, παλεύοντας με την οικογενειακή βία και την έλλειψη αγάπης, «τρώει τα μαλλιά της». Το σύμπτωμα της τριχοφαγίας (trichophagia) υποδηλώνει το υπέρμετρο άγχος της, σε μια άρρητη προσπάθεια αυτοτιμωρίας και «κατάποσης» της έλλειψης. Ο καθηλωτικός μονόλογος και η παράθεση εικόνων χωρίς σαφείς συνδέσεις αντανακλούν το αίσθημα του κατακερματισμού και της αποσύνδεσης, αναδεικνύοντας τις αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές της, μέσα από αλλόκοτα αλλά και πολύ συγκεκριμένα ψυχαναλυτικά μοτίβα. Η παρουσία του πατέρα-δυνάστη διαμορφώνει ένα περιβάλλον τρόμου, ενώ η μητέρα, ανήμπορη να αντιδράσει, λειτουργεί σαν καθρέφτης της κόρης. Η ταύτιση της αφηγήτριας με τη μητέρα της μέσα από τη νευρική ανορεξία είναι έκδηλη, ενώ τα δέντρα που δεν έχουν φύλλα αντικατοπτρίζουν την απουσία ζωτικότητας και την αίσθηση της εσωτερικής ερήμωσης.

Το διήγημα περιέχει, μεταξύ άλλων, αναφορές σε γνωστά παραμύθια, όπως η Ωραία Κοιμωμένη και η Ραπουνζέλ, τα οποία εδώ ανατρέπονται. Ο «αιώνιος ύπνος» είναι επιθυμία θανάτου και όχι αναμονή σωτηρίας. Η χρήση του αποσπάσματος από τον Πίτερ Παν λειτουργεί ως επιθυμία για έναν κόσμο όπου τα κακοποιημένα παιδιά θα μπορούν να ξαναβρούν την αθωότητά τους. Το τέλος είναι αμφίσημο. Παρά την ψυχοθεραπεία, το τραύμα παραμένει σιωπηλά παρόν, όπως τα αστέρια που δεν φαίνονται στο φως της ημέρας.

Στη «Λίμνη», η αφηγήτρια, στα όρια της τρέλας, κινείται ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες: τη διαταραγμένη αναβίωση των παιδικών της χρόνων και την κλειστοφοβική αίσθηση της απομόνωσης και του εγκλωβισμού στο παρόν. Η ταύτιση των αντικειμένων αλλά και του χώρου με την ψυχική της κατάσταση είναι καθοριστική: η κασέλα με το βρομισμένο δαντελένιο φουστάνι συμβολίζει την αυτοπαγίδευσή της μέσα σε μια εμμονική, αρρωστημένη νοσταλγία, ενώ η νεκρή λίμνη παραπέμπει στη φθορά και στον θάνατο.

Αντίθετα, στο «Οίνος με βροχή», η αφήγηση ξεκινά σαν μια σκηνή από κινηματογραφικό νουάρ. Το αρχικό σκηνικό στο μπαρ με την τζαζ μουσική και την ερωτική έλξη δημιουργεί μια αίσθηση μυστηρίου και πάθους. Ομως, σύντομα η αφήγηση μεταμορφώνεται σε τραγωδία. Ο πρωταγωνιστής παλεύει με μια διπλή απώλεια: τον χαμένο έρωτα, που επανέρχεται με τη μορφή της φασματικής γυναικείας φιγούρας, και τον χαμό του παιδιού του, που προκαλεί την απόλυτη καταβύθιση στον ψυχικό όλεθρο.

Δείτε όλο το άρθρο

© HellaZ.GR.News 2025. Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

-